μουσουργικός

μουσουργικός
μουσουργικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουσουργικός — ή, ό (ΑΜ μουσουργικός, ή, όν) [μουσουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσουργία 2. σχετικός με μωσαϊκό («μουσουργικαὶ ψηφίδες» ψηφίδες που προορίζονται για μωσαϊκό) …   Dictionary of Greek

  • μουσουργικοῖς — μουσουργικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”